- δυσορθογραφία
- Είδος διαταραχής που παρουσιάζεται κατά την εξάσκηση της ορθογραφίας. Εκδηλώνεται με τη σύγχυση γραμμάτων που μοιάζουν οπτικά (ν και υ) ή στην προφορά τους (β και φ). Η δ. παρατηρείται κυρίως σε παιδιά και οφείλεται μάλλον σε συγκινησιακές διαταραχές.
* * *ηδιαταραχή στη μάθηση και εξάσκηση τής ορθογραφίας.
Dictionary of Greek. 2013.